Τρίτη 11 Μαΐου 2021

ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΚΑΠΟΤΕ ΜΕ ΣΕΝΑ, είπε ο δήμιος ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΚΟΝΤΥΛΟΦΟΡΟ, ΑΠΛΩΝΟΝΤΑΣ ΞΕΡΑ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΟΓΡΑΨΕΙ (in memoriam N.K.)

 Έγειρε στο κρεβάτι μαζεύοντας τα γυμνά πόδια του κάτω από την κουβέρτα και καθώς έβαλε τον αγκώνα του στο μαξιλάρι για να στηρίξει το κεφάλι αναπαυτικά στην παλάμη, ένιωσε μιαν ελαφριά ζάλη. Είμαι ακόμα άρρωστος, είπε, αλλά θα περάσει. Ήταν εξαντλημένος κάμποσες μέρες τώρα. Χαμηλός πυρετός. τον έλιωνε πρωί κι απόγευμα. Τη νύχτα ιδρώτες. Και κανείς δεν ερχότανε να τον ιδεί. Η σκέψη ωστόσο πως η αρρώστια τον ανάγκαζε να μην πηγαίνει στο απαίσιο γραφείο που δούλευε, τον ανακούφιζε. Δεχότανε καρτερικά τις προσωπικές ατυχίες του, όμως επαναστατούσε κάθε φορά που τον βασάνιζαν οι άλλοι.  Και σε κείνο το γραφείο κυκλοφορούσαν πολλοί δήμιοι.

Παλιότερα στους εφιάλτες του έβλεπε πάντα μια καρέκλα. Την ίδια που καθόταν στο γραφείο του. Εκεί τώρα τον ανέβαζαν σηκωτό δυο άτομα και του έδεναν τα χέρια. Το ένα του διάβαζε κάποιο πυκνογραμμένο χαρτί, μάλλον σαλεύανε τα χείλη χωρίς να βγαίνουν λέξεις. Το άλλο, μόλις τελείωνε η ανάγνωση, του έλυσε τα χέρια και του έδωσε κοντυλοφόρο για να υπογράψει. Αυτός στεκόταν ασάλευτος, κρύωνε και περίμενε το πρώτο χτύπημα. Όμως δεν πρόφτασε να νιώσει πόνο γιατί στο μεταξύ βρέθηκε σ’ ένα τόπο με δένδρα σκοτεινά, όπου το φως δεν είχε δύναμη. Ανάμεσα στα δένδρα μισοφαινόταν το κόκκινο σπίτι του παππού του. Ανέβηκε τη σκάλα και στάθηκε στο χαγιάτι κοιτάζοντας, όπως στα παιδικά του χρόνια,  μακριά τη θάλασσα. Είναι τ’ αμπέλια με την αλογόπετρα, είπε. Γύρω ερημιά.

Ήρθε τότε και του άνοιξε μια γριά γυναίκα που την είχε δει κάποτε να βγάζει ζεστά ψωμάκια από την ποδιά της και να τα μοιράζει σε κάτι παιδιά που τα’ άρπαξαν λιμασμένα. Σήκωνε τη λάμπα κοντά στο πρόσωπό του, αλλά σαν να μην έβλεπε κανέναν ετοιμαζόταν να κλείσει τον πόρτα και φώναξε: Νόνα, δεν με γνωρίζεις;

Άπλωσε το χέρι της τρέμοντας στον αέρα, εκεί που έβγαινε η φωνή και είπε: Πού γυρίζεις μέσα στη νύχτα, παιδί μου; Τότε κατάλαβε πως του συνέβαινε να είναι νεκρός. Εκείνη του είπε να ησυχάσει, έτσι θα γίνει με όλους. Μπήκανε στη σάλα και σιγά-σιγά ξεχώρισε  γύρω του να κάθονται ασάλευτοι, μισοφαγωμένοι σαν παλιές φωτογραφίες, κάποιοι που τους γνώριζε άλλοτε και τους είχε ξεχάσει πια. Ξαφνικά πρόσεξε το κορμί του και είδε με ντροπή πως φανερωνόταν ολόγυμνος εκεί. Οι άλλοι όμως δεν τον βλέπανε. Και γινότανε τάχα λόγος για το μαρτύριο ενός ολόκληρου αιώνα. Θα μπορούσε λέει να είναι νεκρός και να βλέπει το κορμί του ολοένα νέο και φθαρμένο. Να βλέπει και ν’ ακούει τα πάντα ανάμεσα στους άλλους, Να νιώθει πείνα και δίψα κι ανάγκη για έρωτα. Όλα τούτα όμως μέσα από τις αισθήσεις των άλλων που γύριζαν κάποτε προς το μέρος του σαν να μύριζαν τον αέρα  νιώθοντας τη θέση του. Και επειδή δεν ήξεραν αν είναι εκεί, κατέβαζαν γρήγορα τα μάτια μήπως εκείνος, παρακολουθώντας άφαντος τις κινήσεις τους, έβλεπε τη λύπη τους για την κατάστασή του. Ποια κατάσταση; φώναξε και ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα.

Ήτανε νύχτα πια. Σηκώθηκε και κοίταξε από το μικρό παράθυρο του υπογείου του, ανοίγοντας λίγο το τζάμι. Μια γάτα πέρναγε πάνω στην απέναντι στέγη. Ύστερα έκανε τη σκέψη πως δεν υπήρχε κανένα κτίριο εκεί. Τα σπίτια σταματούσαν πιο χαμηλά από το μέρος του λοφίσκου όπου έβλεπε το παράθυρό του. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο ήταν μονάχα ένα οικόπεδο γεμάτο σκουπίδια και σωρούς από κατεδαφισμένο υλικό μιας παλιάς οικοδομής. Με το φεγγάρι, είχε παρατηρήσει άλλοτε εκεί κάτι σπασμένα γυαλιά που λαμπύριζαν. Πέρα από το οικόπεδο δεν θυμόταν να υπάρχει τίποτε άλλο που να το είχε προσέξει.

Έκλεισε το παράθυρο, φόρεσε στα σκοτεινά το κασκόλ του και βγήκε στο διάδρομο. Πίσω από τις πόρτες ακούγονταν ψίθυροι και πνιχτά γέλια που μοιάζανε με κλάμα, γρήγορα πατήματα στο βάθος και πάλι ησυχία. Ήταν φανερό πως κρύβονταν πολλά μυστήρια σε τούτο το σπίτι, καθώς μισομάντευε πράγματα που η φρίκη τους τον τάραζε χωρίς να τη βλέπει.

Ένιωσε καλύτερα όταν τον πήρε η ψύχρα της νύχτας έξω από το υπόγειο. Ανάσανε βαθιά και προχώρησε στο οικόπεδο με τα σκουπίδια.

Τότε είδε να έρχονται ίσια καταπάνω του οι δυο γνώριμες σκιές. Αναγκαστήκαμε να ’ρθουμε εδώ για να σε βρούμε, είπε ο ένας χωρίς περιστροφές. Καταλαβαίνεις, πρέπει να τελειώνουμε κάποτε με σένα, πρόσθεσε ο άλλος. Και του έδωσε τον κοντυλοφόρο, απλώνοντας ξερά το χαρτί για να υπογράψει.

[ΟΙ ΔΗΜΙΟΙ από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου  ΤΟ ΣΑΚΙ 1980  – και άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή]:

1.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ, Βρήκα μια πέτρα μιας παμπάλαιης εποχής

2.   ΜΟΥ ΚΑΨΑΝΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, Κι όμως έρχεται κάποτε η στιγμή…

3.   ΟΙ ΔΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ, Είχα κατέβει στ’ ακρογιάλι ν’ ανασάνω

4.   Ο ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ, Ποτάμι τα φώτα και μέσα στο ποτάμι…

5.   ΜΕ ΧΑΜΗΛΗ ΦΩΝΗ, Ήρθανε πάλι κλούβες και τους μάζεψαν

6.   Η ΘΑΛΑΣΣΑ, Μ’ έσπρωξαν μέσα ξαφνικά και κλείσανε τη σιδερένια πόρτα

7.   Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ, Μου έδωσε καρέκλα κοντά στο παράθυρο

8.   ΤΟ ΜΑΥΡΟ, Γυρίζει απ’ το πρωί στους δρόμους και

9.   ΚΑΤΑΒΑΣΗ, Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε

 

 


 

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Βρήκα μια πέτρα με σημάδια παμπάλαιης γραφής.

Συλλογιζόμουν τα πρόσωπα. Βγήκε τότε στη μέση το δικό του.

Ένα μεσημέρι μαύρο απ’ το πολύ φως.

Φοβήθηκα να του δώσω το χέρι. Κίτρινος σαν λείψανο.

Προτίμησα να περπατήσουμε χωρίς να τον κοιτάζω.

Χρόνια τώρα παγιδευμένος σε μια κάμαρη κάρφωνε τα μάτια του

στον τοίχο που κατέβαιναν αράχνες.

Δεν ξέρω από πού βγαίνανε τα λόγια του. Σαν να μιλούσε

σε κάποιον που δεν πρόφτασε μέσα στο παρελθόν να τον ιδεί.

Πολλές φορές τον άκουσα στο όνειρό μου να καίγεται κι έτρεχα

να τον γλιτώσω από τις φλόγες. Ωστόσο αυτός καιγόταν.

Αργότερα βρέθηκε παγωμένος. Ούρλιαξε η νοικοκυρά στο κάτω πάτωμα.

Εκείνη τη νύχτα χτυπούσα στον τοίχο της κάμαρας του να

μ’ ακούσει φωνάζοντας τον δυνατά στον κάτου κόσμο.

 

 

ΜΟΥ ΚΑΨΑΝΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Μου κάψανε τα χέρια. Κι όμως

έρχεται κάποτε η στιγμή.

Ξέρεις, εκείνη που σε κράτησα.

Έλεγες, ναι, θα μπορέσω

και μπορούσες κάθε φορά σαν ένα

σαν το πουλί μέσα στον ήλιο.

 

Τότε τα χέρια μου φυτρώνουν πάλι

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

ΟΙ ΔΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Είχα κατέβει στο ακρογιάλι ν’ ανασάνω και καθώς γύριζα με τα πρώτα άστρα 

βρήκα το σκυλί να τρέμει γρυλίζοντας κοντά στο φράχτη.

Ψόφησε μέσα στα λουλούδια πριν προφτάσω να το χαϊδέψω.

Μπήκα στο σπίτι αγριεμένος, φώναξα. Ψυχή – κανείς δε μ’ άκουγε. Τότε τις ένιωσα·

παραμόνευαν αναδεύοντας ύπουλα στις σκοτεινές γωνιές

κάτω από τη σκάλα, πίσω από τα έπιπλα – τις είδα

βρώμικες και ξέπλεκες πλαγιάζανε στα κρεβάτια

στην κούνια του παιδιού

μαγαρίζανε τα εικονίσματα το ψωμί τα βιβλία

κι άλλες σκαρφαλωμένες στο μεγάλο καθρέφτη κρεμόντουσαν απ’ την ουρά τους

χαζεύοντας ανάποδα οι ψωριάρες την απαίσια μούρη τους.

Μοιάζανε με την κάπνα που αφήνει στον τοίχο η φωτιά

αλλάζοντας σχήματα όπως οι μαϊμούδες γένια και χαίτη.

Είχανε χωθεί παντού, ακόμη και στο σκοτάδι του απόπατου

κι όσο μεγάλωνε η αηδία τόσο ξεθαρρεύανε

γυρεύοντας να μ’ αγγίξουν με το σάλιο τους που έσταζε

και μπαινοβγαίνανε με πίφερα και ταμπούρλα και μαγικές πολύχρωμες σκόνες

που μπορούν και μεταμορφώνουν τον άνθρωπο σε κυδώνι.

Μόνο που δε χάνεται η μυρωδιά του ανθρώπου γιατί ο φόβος την προδίνει

κι αυτές μυρίζουνε το φόβο με ηδυπάθεια σαν ένα κυδώνι γινωμένο.

Άρπαξα τότε το ξύλο και τις χτυπούσα στα τυφλά

και χτυπώντας βρέθηκα κοντά σε μια πηγή.

Τις άκουγα τώρα να τσιρίζουν απόμακρα

και να πληθαίνουν ολοένα μες στη νύχτα σκεπάζοντας τον τόπο.

Φύτεψα εκεί το ξύλο και είπα να βλαστήσει να γίνει πλάτανος

να έρχονται παιδιά στον ίσκιο του ν’ ακούνε τα πουλιά

να παίζουν να γελούν και φόβο να μη γνωρίζουν.

 

 

 

Ο ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ

Ποτάμι τα φώτα   και μέσα στο ποτάμι

εκείνο το μεγάλο μαύρο

που το κηδεύουν αργά   κάτω από την Ακρόπολη.

 

Άγρια όνειρα χαφιέδες

και μια ξενυχτισμένη   γριά διαφήμιση στην άλλη γωνία

εκεί που στρίβει ύποπτος   σφίγγοντας στην τσέπη

την ανύπαρκτη χειροβομβίδα του.

 

Κιντυνεύοντας να τιναχτεί στον αέρα

με το γελοίο μυστικό του τρόμο.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

ΜΕ ΧΑΜΗΛΗ ΦΩΝΗ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Ήρθανε πάλι κλούβες και τους μάζεψαν.

Ένας φονιάς αέρας ξεκάρφωνε τα πάντα

πόρτες παράθυρα φράχτες τα σάρωνε.

Μείναμε στους δρόμους. Δρόμοι γεμάτοι

ταμπέλες για τη σωτηρία μας.

Ακούμε τις διαταγές, προσέχουμε.

Μην δίνεις αφορμές στους δυνατούς

αν θες να πάει καλά ο κόσμος.

Μαζεύουμε χόρτα γύρω στα χαμοβούνια.

Τους κοιτάμε από μακριά κλεισμένους.

Λένε θα τους σηκώσουν αυτές τις μέρες.

Πάλι θα ουρλιάξουμε το ξέρω

πάλι θ’ ακουστούμε στα πέρατα.

Όταν μας χαμογελάνε πίσω από το σύρμα

όταν μας χαμογελάνε δεν αντέχουμε.

 

Ο δικός μας ο μεγάλος   μας κοιτάζει αστραπή στα μάτια

χτυπώντας δυνατά   τα δεκανίκια του στο χώμα.

 

Η ΘΑΛΑΣΣΑ (στον Σάκη Καράγιωργα)

Μ’ έσπρωξαν μέσα ξαφνικά

και κλείσανε τη σιδερένια πόρτα.

Κάποιος απ’ το σκοτάδι είπε:

Πρώτα θα χάσεις τα μάτια σου.

Δεν πρέπει να βλέπεις. Όχι.

Θα βλέπεις τα πάντα μέχρι το τέλος.

Στάσου εκεί να κοιτάζεις.

Να κοιτάς το θάνατό σου.

 

Εμένα στο νου μου η Θάλασσα.

 

Θα σου μπήξω το ξύλο τούτο στη κοιλιά

και θα στο βγάλω απ’ το στόμα.

Θέλω να ιδώ το αίμα σου

να χύνεται στις πλάκες

και τα σκυλιά μου να το γλείφουν.

Τραβήξου πέρα κάθαρμα

να μη λερώσεις τη στολή μου.

 

Εμένα στο νου μου η Θάλασσα.

 

Μπορώ να κάψω τον αέρα

για να μην ανασαίνεις πια.

Σιγά-σιγά θα χάνεσαι

και θα σε περιμένω.

Ξέρω την ώρα τη στιγμή

που θα τα παραδώσεις.

Πρώτα θα σπάσεις. Μετά θα με παρακαλάς.

Μετά θα θέλεις να πεθάνεις.

 

Εμένα στο νου μου η Θάλασσα.

 

Όμως θα σε πετάξω από τη σκάλα

και θα σε ρίξω στο πηγάδι.

Είναι μια τρύπα μες στη γη

τσιμέντο και σκοτάδι.

Πάνω απ’ το κεφάλι σου

θα βάλω σιδερένια σχάρα.

Εκεί θα μείνεις και θα τρελαθείς.

Το προτιμώ να τρελαθείς.

Μα πριν θα μαρτυρήσεις.

 

Εμένα στο νου μου η Θάλασσα.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Μου έδωσε καρέκλα κοντά στο παράθυρο.

Κάτσε να σου φέρω γλυκό και νερό.

Έξω πολλά λουλούδια και πουλιά και τ’ άλογο

χλιμιντρίζοντας κάποτε κατά την εμπατή.

Την είδα να σφουγγίζει κρυφά τα μάτια της

έπειτα ξέσπασε καθώς μου έπιανε τα χέρια.

Πότε θα τους αφήσουν, έλεγε. Πότε θα γυρίσει;

Όταν σταμάτησε το κλάμα, τράβηξε το μαντίλι

και τίναξε πίσω περήφανα λυμένα τα μαλλιά.

 

ΤΟ ΜΑΥΡΟ

Γυρίζει απ’ το πρωί στους δρόμους

δεν έχει φωνή δεν έχει μάτια

μήτε ακούει τίποτε πια. Υπάρχουν

μονάχα τα χέρια του. Αγγίζει κλεφτά

τους τοίχους τα κάγκελα τις κολόνες

-κάποτε σ’ αφήνουν κάποτε σε σκοτώνουν –

κατεβαίνει σκάλες ανεβαίνει σκάλες

δεν ξέρει πού πηγαίνει πού θα βρεθεί

-κάποτε σ’ αφήνουν κάποτε σε σκοτώνουν –

δε δουλεύει άλλο το μυαλό του.

 

Άσπρο φωτεινό – Μαύρο. Κόκκινο φωτεινό – Μαύρο.

Κάποτε σ’ αφήνουν – Μαύρο. Κάποτε σε σκοτώνουν

-Μαύρο.

Πώς αναβοσβήνουν οι διαφημίσεις.

Σε σκοτώνουν – Μαύρο.

Η μνήμη του όλη μέσα σ’ αυτό. Το Μαύρο.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

ΚΑΤΑΒΑΣΗ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.

Το ποτάμι να φεύγει όπως ο πεθαμένος

γύρω γονατισμένα τα βουνά

εκείνο το κουρέλι

μαύρο ανεμίζοντας στα σύρματα

και κοντά στα βούρλα μια λιωμένη αρβύλα.

Κι ανάμεσα σε τούτες τις εικόνες

πάλι τα πολυβόλα στην καταχνιά

πάλι ο θάνατος η ακρίδα

πηδώντας από κορμί σε κορμί

πάλι να χάνω τον τόπο

να μη ξέρω πού βρίσκομαι

εδώ ή εκεί

στο άλλο ποτάμι σε τούτα τα βουνά

σε τούτο το χαντάκι σε κείνα τα πλατάνια

εδώ ή εκεί

ακούγοντας κάποιον να μου φωνάζει

απ’ την αντικρινή όχθη

χωρίς να ξεχωρίζω

μήτε τη φωνή μήτε τον άνθρωπο.

Ποια φωνή και ποιος άνθρωπος;

Αυτός που τον σκοτώνουν;

αυτός που μας σκοτώνει;

 

Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.

Κατεβαίνοντας τώρα

εκεί που δεν ήτανε τίποτε

να κοιτάξουμε.

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΧΤΗ…

…πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε.   Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν…   Στον μέλλοντα, λοιπόν, αιώνα αυτοί θα τρέξουν στο ΤΑΜΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ να ζητήσουν μια θέση και βέβαια θα πληρώσουν μ’ ένα Ποίημα…   Η φωνή του Γιώργη Παυλόπουλου έχει φυσικό χάρισμα να μπορεί να αφηγηθεί και μάλιστα με τρόπο ποιητικό:    ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει, να μην σβήνει όταν χαμηλώνει…

Τετάρτη, 12 Μαΐου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ